Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Ο λόφος (διήγημα)

Το τρίτο βράδυ δεν έμοιαζε για καλοκαίρι. Η βροχή που έριξε το απόγευμα, αν και η γιαγιά έλεγε πως θα φέρει υγρασία και θα πεθάνουμε από τη ζέστη, είχε φέρει έναν απρόσμενο χειμώνα που μας έκανε να κλείσουμε καλά και την παραμικρή χαραμάδα που υπήρχε στο σπίτι και που τα προηγούμενα βράδια λαχταρίζαμε σα σφύριζε το δροσερό αεράκι που τρύπωνε με ορμή από τη σχισμή και με ελιγμούς χορευτικούς περνούσε να σφουγγίσει τα άυπνα κορμιά του σπιτιού.
Δαιμονίζονταν όλη νύχτα τα στοιχειά. Θαρρούσες πως μάχονταν ένδοξοι πολεμιστές της ιστορίας για την ιστορία και για το χωριό μου. Και πόσο ήθελα να βγω από εκείνη τη πόρτα του σπιτιού που τριζοβολούσε προδοτικά σε κάθε άνοιγμα και να σημάνω ανακωχή σε δικούς μας και σε δικούς τους. Μα που ν’ ανοίξω; Καραδοκούσαν κάτι ευκλεείς  αετοί με φτερά που μπλέδιζαν στο σκοτάδι να με πιάσουν μήπως χυθώ και αναστατώσω την ανισορροπία της μάχης. Και γυρνούσα όλη νύχτα, από δωμάτιο σε δωμάτιο και από τη κουζίνα ως το μέρος, να επιβλέψω τη μάχη. Και φώναζα στους δικούς μας να μη διστάσουν, να προχωρήσουν Μεγαλεξανδρινά και να κατακτήσουν όλο το χωριό και τον πέρα λόφο που αγνάντευα κάτι βράδια καλοκαιρινά το φεγγάρι και τον ανίερο έρωτά μου.
Μα σαν άκουσαν για ανίερους έρωτες τα παλικάρια λύγισαν. Ντράπηκαν στον εχθρό να ορμήσουν κι εκείνοι στάθηκαν και απόρησαν από αυτή τους τη στάση. Τι να κάνω τότε εγώ; Όρμησα στο κρεβάτι της γιαγιάς και άρχισα να φωνάζω «Σήκω-σήκω», μα τι βάρος λόγου είχε ένα παιδί σαν και μένα. Με πιασε η γιαγιά και με βαλε να κοιμηθώ όπως όπως. Και ποιος ύπνος να με πάρει; Ο αέρας είχε σημάνει ήδη ανακωχή. Ο βασιλιάς των εχθρών κατέβηκε από το μαύρο άλογό του με το χρυσό κέρατο που γυάλιζε ένδοξα στο κεφάλι του και πέταξε το σπαθί του. «Δεν πολεμούμε εμείς για τούτο τον τόπο. Δε μας πρέπει» είπε, και τότε ήταν που άκουσα το κεφάλι του να γυρνά κατά το μέρος μου. Αισθάνθηκα τη ματιά του να περνά τον τοίχο. Αμέσως πετάχτηκα από το κρεβάτι και όρμησα στην πόρτα. Δε μ’ ένοιαζε ούτε το τρίξιμό της ούτε τα γεράκια που στέκονταν.
Όλα είχαν ήδη συναινέσει μαζί μου. Η πόρτα περίμενε ανοιχτή και δεν υπήρχαν γεράκια. Ο άνεμος δε φυσούσε μα οι κουρτίνες και τα δαντελένια πετσετάκια ανέμιζαν στην ανάσα μου. Στη μέση της πόρτας ένας λευκόντυτος άγγελος με σπασμένα φτερά ήταν ξαπλωμένος κι έδειχνε τον ανίερο λόφο. Έμεινα να τον κοιτάζω πως κείτονταν νεκρός μπροστά μου κι η γιαγιά στεκόταν πίσω μου ώρα πολλή. Γύρισα και είδα το πρόσωπό της. «Εκεί πρέπει να σε θάψω», μου είπε.

Κι ο άγγελος δεν ήταν πια άγγελος και η γιαγιά δεν ήταν πια γιαγιά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου