Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Ιερά μονή

    Αν πας σε ιερά μονή
     με φούστα μακριά να κρύψεις το μουνί
     γιατί η νεοκόρισσα
     έχει έρωτα με Άγιο και γερόντισσα.

     Κι ο φόβος μες στην εκκλησιά
     μην πέσει μάτι κάποιου πάνω στα βυζιά
     κι η δόλια η νεοκόρισσα
     μείνει έρμο σπίτι δίχως μια γειτόνισσα.

     Λοιπόν ντύσου καλά σαν πας
     στα ρούχα της μονής να σκέφτεται ο παπάς
     το πόδι της γερόντισσας
     να το φιλά σαν χείλος μιας αρχόντισσας. 

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Ο λόφος (διήγημα)

Το τρίτο βράδυ δεν έμοιαζε για καλοκαίρι. Η βροχή που έριξε το απόγευμα, αν και η γιαγιά έλεγε πως θα φέρει υγρασία και θα πεθάνουμε από τη ζέστη, είχε φέρει έναν απρόσμενο χειμώνα που μας έκανε να κλείσουμε καλά και την παραμικρή χαραμάδα που υπήρχε στο σπίτι και που τα προηγούμενα βράδια λαχταρίζαμε σα σφύριζε το δροσερό αεράκι που τρύπωνε με ορμή από τη σχισμή και με ελιγμούς χορευτικούς περνούσε να σφουγγίσει τα άυπνα κορμιά του σπιτιού.
Δαιμονίζονταν όλη νύχτα τα στοιχειά. Θαρρούσες πως μάχονταν ένδοξοι πολεμιστές της ιστορίας για την ιστορία και για το χωριό μου. Και πόσο ήθελα να βγω από εκείνη τη πόρτα του σπιτιού που τριζοβολούσε προδοτικά σε κάθε άνοιγμα και να σημάνω ανακωχή σε δικούς μας και σε δικούς τους. Μα που ν’ ανοίξω; Καραδοκούσαν κάτι ευκλεείς  αετοί με φτερά που μπλέδιζαν στο σκοτάδι να με πιάσουν μήπως χυθώ και αναστατώσω την ανισορροπία της μάχης. Και γυρνούσα όλη νύχτα, από δωμάτιο σε δωμάτιο και από τη κουζίνα ως το μέρος, να επιβλέψω τη μάχη. Και φώναζα στους δικούς μας να μη διστάσουν, να προχωρήσουν Μεγαλεξανδρινά και να κατακτήσουν όλο το χωριό και τον πέρα λόφο που αγνάντευα κάτι βράδια καλοκαιρινά το φεγγάρι και τον ανίερο έρωτά μου.
Μα σαν άκουσαν για ανίερους έρωτες τα παλικάρια λύγισαν. Ντράπηκαν στον εχθρό να ορμήσουν κι εκείνοι στάθηκαν και απόρησαν από αυτή τους τη στάση. Τι να κάνω τότε εγώ; Όρμησα στο κρεβάτι της γιαγιάς και άρχισα να φωνάζω «Σήκω-σήκω», μα τι βάρος λόγου είχε ένα παιδί σαν και μένα. Με πιασε η γιαγιά και με βαλε να κοιμηθώ όπως όπως. Και ποιος ύπνος να με πάρει; Ο αέρας είχε σημάνει ήδη ανακωχή. Ο βασιλιάς των εχθρών κατέβηκε από το μαύρο άλογό του με το χρυσό κέρατο που γυάλιζε ένδοξα στο κεφάλι του και πέταξε το σπαθί του. «Δεν πολεμούμε εμείς για τούτο τον τόπο. Δε μας πρέπει» είπε, και τότε ήταν που άκουσα το κεφάλι του να γυρνά κατά το μέρος μου. Αισθάνθηκα τη ματιά του να περνά τον τοίχο. Αμέσως πετάχτηκα από το κρεβάτι και όρμησα στην πόρτα. Δε μ’ ένοιαζε ούτε το τρίξιμό της ούτε τα γεράκια που στέκονταν.
Όλα είχαν ήδη συναινέσει μαζί μου. Η πόρτα περίμενε ανοιχτή και δεν υπήρχαν γεράκια. Ο άνεμος δε φυσούσε μα οι κουρτίνες και τα δαντελένια πετσετάκια ανέμιζαν στην ανάσα μου. Στη μέση της πόρτας ένας λευκόντυτος άγγελος με σπασμένα φτερά ήταν ξαπλωμένος κι έδειχνε τον ανίερο λόφο. Έμεινα να τον κοιτάζω πως κείτονταν νεκρός μπροστά μου κι η γιαγιά στεκόταν πίσω μου ώρα πολλή. Γύρισα και είδα το πρόσωπό της. «Εκεί πρέπει να σε θάψω», μου είπε.

Κι ο άγγελος δεν ήταν πια άγγελος και η γιαγιά δεν ήταν πια γιαγιά. 

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Ξωκλήσι

   Εκείνο το βράδυ δεν του ‘πρεπε.
   Φωτισμένο κι αγνό
   θαρρούσες πως στέκει
   το κέντρο σπουδαίας πόλης.

   Ίσως πάλι
   να είναι η μοίρα του να περιμένει
   κάποια Υόρκη Νέα να στηθεί γύρω του
   και μέχρι τότε να πλάθει γλώσσα
   φωτισμένη κι αγνή.

   Το πόνεσα εκείνο το βράδυ το ξωκλήσι.
   Μίλησα μαζί του ώρα πολλή
   κι εκείνο μου είπε τόσα και τόσα
   για έρωτες, για μυστικά ιερά
   και για παπάδες που πίνουν
   κρυφά το πρωί τ’ άναμα.

   Και μιλούσα μαζί του όλο το βράδυ
   και τόσο πολύ το πόνεσα
   ώσπου έγινα ξωκλήσι κι εγώ.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Κάποιο βράδυ

   Στις ίδιες μέρες που γράφω
   ίσως να μου μιλάς
   κι εγώ να μην ακούω.

   Όμως μίλα μου,
   συνέχισε να μου μιλάς
   και απ’ τη γη ουρανός
   κάποιο βράδυ προσευχής
   ο Κύριος θ’ ακουμπήσει το χέρι του
   επάνω μου
   και θα μου πει-Φτάνει,
   πήγαινε να τον βρεις.

   Το βλέμμα σου τότε θα αρκεί
   κι όλοι θα μάθουν πια, πως ήταν θέλημα Του.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Τελειώνω


     Είναι βαριά η καρδιά μου απόψε
     και δε μπορώ να κοιμηθώ,
     ήτανε να ’σαι και ’συ εδώ
     μα λείπεις.

     Αγάπη μου,
     ας μην είναι η μοίρα μας αυτή,
     ας έβρισκα μια στιγμή ακόμα
     τη δύναμη να σου πω
     όσα απόψε δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ
     κι ας ήξερα
     πως θα καταλάβεις.

     Είναι βαριά η καρδιά μου απόψε
     και δε μπορώ να κοιμηθώ,
     τα όνειρα μου πια
     να σε πλάσουν δε μπορούν,
     μου λένε να προχωρήσω
     μα είναι βαριά η καρδιά μου απόψε.

     Είναι βαριά η καρδιά μου απόψε
     κι εγώ βιάζω την ποίηση,
     άλλα είναι αυτά που πρέπει να γράψω
     κι άλλα γράφω,
     δίχως να ξέρω γιατί
     κι η ποίησή μου πονά, ματώνει.
     Της σκουπίζω τα μάτια
     κι ύστερα της κλείνω το στόμα,
     να μην ουρλιάζει,
     και της λέω
     πως όπου να ’ναι τελειώνω,
     τελειώνω με τους έρωτες.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Δέκα ημέρες


   Η κληματαριά που έπλεκε στο καλώδιο του ηλεκτρικού
   και οι ασβεστωμένοι κορμοί των μηλιών
   έκαναν το χωριό μου.

   Κι ήταν τα πουλιά, κι ήταν το Πάσχα
   ήταν κι ο τάφος της γιαγιάς
   που έκαναν το χωριό μου.

   Τα πρόσμενα όλα αυτά, τα λαχταρούσα,
   λαχταρούσα των δέκα ημερών τον ερχομό,
   μα με το πέρασμα τους
   διψούσα σκουριασμένα τα καλώδια 
   μαυρισμένο το βούισμα των δέντρων
   και τάφος να μοιάζει το σπίτι.

   Τόσα χρόνια ύστερα, ακόμα ψάχνω ίδιο το λάθος,
   να μην το φέρει ο καιρός εύχομαι.

Στα παλιά

     Τόσος πέρασε ο καιρός
     που οι μέρες μέρα φώτιζαν
     και στην απορία του κόσμου
     πάλι έδινα μορφασμό.

     Τόσος ήρθε ο θαυμασμός
     που ο δρόμος έμοιαζε πατέρας
     και στην παλιά τους φιλία
     πάλι δέχτηκα να μπω.

     Όμως καρδιά μου
     δε ξέρω γιατί προδίδεις κάθε μου προσπάθεια
     κι αμέσως στα παλιά βαριανασαίνω, σαν τον δω.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Της οδού

      Είναι
     στων Φάρων
     τα μέρη
     που οι ευχές
     απομακρύνονται
     όταν 
     οι δρόμοι
     φέγγουν
     τα κρίνα λευκά.

     Μα
     σαν  περνώ
     της οδού το ανέντιμο κατώφλι
     κάτι σαν
     ξημερώνει
     μέσα μας.

     Κι’ ναι
     αχ αυτό ˙
     της οδού το ανέντιμο κατώφλι
     που τόσο
     σου μοιάζει.

Στο μαύρο σου ράσο

Εσύ φίλε
που δυο χρόνια τώρα
στέκεσαι και κοιτάζεις
να ξέρεις
πως η μάνα σου κάθε βράδυ
ανάβει καντήλι.

Απόψε όμως άκουσε με
όταν η καντηλήθρα πέσει στο λάδι
γονάτισε μπροστά μου
και αμάρτησε όλη νύχτα
πάνω στην ελιά του βουβώνα μου.
Το πρωί πια
έχοντας αγιάσει
θα γίνεις εικόνισμα σε ναό
και θα σταθείς πλάι μου
να μας προσκυνήσουν
αυτοί που αγίασαν στον παράδεισο
αυτοί που δεν κοινώνησαν θεία ευχαρίστηση.

Η μητέρα σου τότε
θα ανάβει καντήλι
μπρος στη δική σου εικόνα
-Άγιέ μου-
και θα κλαίει στο μαύρο σου ράσο. 

Το μπαλκόνι σου

Νιώθω
σα να πιάνω πρώτη φορά
το μολύβι για να γράψω,
για να γράψω
για εκείνο το μπαλκόνι
μπροστά στη θάλασσα.

-Νύχτα, γιατί νιώθω σαν τη πρώτη φορά; -

Απόψε
δε ζητώ κανένα δρόμο.
Μονάχα εκείνο το μπαλκόνι
μπροστά στη θάλασσα.

Δε θέλω
να σου μιλώ και να μου μιλάς
για εκείνα που άνανδρα
κρύβουμε στα ποιήματά μας.

Δε θέλω
τον αέρα να αναστατώσουμε
με λέξεις.

Αυτή τη νύχτα
ζητώ εκείνο το μπαλκόνι σου
μπροστά στη θάλασσά σου,
ζητώ λίγο από εκείνη τη μέρα
τότε που στο μικρότερο κύτταρο του κορμιού σου
έριξα την ποιητική μου καρέκλα.  

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Ανήθικα

      Μη με ρωτήσεις
     γιατί δε μιλώ, γιατί δε γελώ
     όπως παλιά.

     Μην απορήσεις
     χαμένα πως κοιτώ, που νοσταλγώ
     τα πρώτα φιλιά.

     Αν ήξερα,
     αν μόνο γνώριζα
     πως η σιγουριά της νεότητας είναι αλήθεια
     και πως τα ποιήματα, οι γέροι, οι σοφοί
     κάνουν λάθος
     θα αντιδρούσα.

     Ξέρω όμως
     πως δε θα δακρύσεις
     όταν σου πω
     πως ανήθικα φέρομαι στον εαυτό μου
     για να'μαι ηθικός μαζί σου.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Το άγνωστο, εσύ

Εδώ
κάτω απ΄την αχνή λάμψη του φεγγαριού
στέκω κοντά στη μελαγχολία της ψυχής.
Δεν προσμένω μήτε την αγάπη
μήτε τον έρωτα.

Θαρρώ πως είναι προδοσία,
μα πράγματι τι απληστία
της ανθρώπινης σάρκας η ευφορία.

Ίσως πάλι να είναι καταδίκη,
του πνεύματος μια χρυσή θήκη
που τη φιλά πιστά στη δυστυχία.

Κι εδώ
κάτω απ’την αχνή λάμψη του φεγγαριού
σκύβω δειλά την κεφαλή στο άγνωστο
και προσμένω το άγνωστο
ίσως εσένα κάπου να φανείς.

Αυτό που μας ενώνει

Μ’ αρέσει να κοιτώ
τους ανθρώπους.

Να συζητώ με τη σιωπή τους.
Να πλάθω στα όνειρα μου, τη ζωή μαζί τους.

Δε νοιάζομαι.
Πιάσε με απ’ το χέρι
να ταξιδέψουμε δρόμο δρόμο
ως το Άγνωστο.

Κράτα με σφιχτά
να ζεσταθώ στην ανάσα σου
και μη μ’ αφήσεις
σε δρόμους γεμάτους παγωνιά.

Μη ρωτάς
για ποιόν και γιατί.
Δεν ξέρω.

Γιατί αυτό που μας ενώνει, μας ενώνει πιο πολύ.

Εκεί έξω

      Φορέσαμε τα μακριά τα σκουλαρίκια, τα ωραία
      σκύψαμε το κεφάλι
      και αρχίσαμε να το κουνάμε
      στους ρυθμούς που επιτάσσει το σύγχρονο.

      Πάψαμε να μιλάμε
      πάψαμε ν’ ακούμε αυτά που καταλαβαίνουμε
      κι ακούμε πια αυτά τα ωραία
      που μας ειν’ άγνωστα, που μας ξενίζουν.

      -Μην το πεις ποτέ, σε κανένα  ̇
      από εγωισμό, δήθεν ηρωισμό, επανάσταση!-

      Μα εγώ
      σου μιλώ και δε μ’ ακούς.
      Δίπλα σου περνώ και δε με βλέπεις.


Στον άγνωστο ποιητή

     Τα δυο κρυστάλλινα κορμιά
     που ενώθηκαν
     με τόση δύναμη
     κι ούτε έσπασαν, κι ούτε ράγισαν
     παρά μόνο έκρουσαν γλυκά
     τη μελωδία του έρωτα.

     Ξεχειλίζει η Αγάπη
     και ερωτεύεται το χώμα
                              τα λουλούδια
                              η πλάση.

     Κι εσύ
     του ανθρώπου χαρακτήρα, δεν αφήνεις  ̇
     λίγο ακόμα το χρόνο να κυλήσει
     παρά στέλνεις δάκρυ για να σβήσει
     τη μελωδία που ηχεί στο δώμα.

     Τον τραβάς και τον πηγαίνεις
     εκεί που είναι πολλοί συνωστισμένοι
     γύρω απ’ την Ύλη και την Αναγνώριση
     γιατί ο πόνος γεννά την Τέχνη,
     εκεί που ηχεί το τραγούδι του θανάτου
     εκεί που τα κορμιά στοιβάζονται
     σαν για σφαγή.

Για σένα που γράφω

Δεν είναι αυτό που οι άλλοι αποκαλούν σύμφωνο
αλλά αυτό που εσύ αποκαλείς σύγχρονο.

Στέκομαι μπροστά σου
και διαβάζω-και σου διαβάζω-αυτό το ποίημα
που δεν κατάλαβες, το ξέρω,
γιατί ποτέ σου δεν φάνηκες να καταλαβαίνεις.

Έτσι κι αυτή τη φορά
δεν δύναμαι να βαστήξω τα δάκρυα μου
και τους κόμπους που δένουν τη φωνή μου.

Μονάχα γιατί ποτέ σου δεν φάνηκες
να καταλαβαίνεις,
γι ’αυτό γράφω.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Αυτή τη νύχτα

         Αυτή τη νύχτα που το κορμί ζητά πιο πολλά
         με μουσκεμένη καρέκλα σε τετράγωνο φως
         οι ανάσες χτίζουν την άμμο κοχλάζοντας
         κι εγώ μπαίνω σε ναούς με άμφια γιασεμιά
         να συναντήσω τον εραστή Χριστό μου.

         Ω Κύριε, πριν ήταν πιο εύκολο να αισθανθώ. 

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Στο Ακρογιάλι


Γιατί να ’μαι ακόμα εδώ;
Γιατί να στέκω σε τούτο τ’ ακρογιάλι;

Σε βλέπω απ’ το μόλο
κι όλο απομακρύνεσαι
πλοίο στ’ ανοιχτά νερά ανοίγεσαι.

Το ξέρω πως μια μέρα θα σε χάσω
δίχως να ’χω προλάβει
να σου πω αντίο,
δίχως να ’χω καταλάβει
της ζωής τ’ αστείο.

Κι όταν το δικό σου πλοίο
χαθεί απ’ τα μάτια μου,
σ’ αυτό τ’ ακρογιάλι θα καρτερώ
να ανταμώσω το βλέμμα σου,
αυτό το βλέμμα που δε μ’ άφησαν να δω.