Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Τα νανουρίσματα

     Θυμάμαι πως πέρσι τραγουδούσαμε
     τις μεγάλες ταχύτητες και την ελευθερία
     κι έρχονταν τα καλοκαίρια λευκά 
     και οι χειμώνες κίτρινοι
     και γελούσαμε που μπορούμε να βάψουμε
     τον κόσμο άλλοτε γαλάζιο και άλλοτε μαύρο
     και καμιά φορά –θυμάσαι;- προτιμούσαμε
     να ξοδεύουμε λίγη νύχτα το χρόνο
     για να ζωγραφίζουμε ένα μικρό φεγγάρι
     και την υπόλοιπη ώρα να κάνουμε αστέρια.

     -Κανένα αστέρι δεν έπεσε από εκείνο το βράδυ.

     Χάθηκαν οι ευχές μας!
     Κανένας δεν άκουσε αυτό που θέλησε η ζωή μας,
     και τα βράδια που λέγαμε καληνύχτα
     κανένας δεν άκουσε πως είμαστε μόνοι.

     Μη σε νοιάζει που πέρασε ο καιρός
     γιατί δεν υπάρχει καιρός.
     Έπιασα το χέρι σου αγκαλιά
     και γέλασα το φιλί σου
     κι ακόμα γελώ όταν ακούω
     τα νανουρίσματα της νύχτας
     που λένε πως έφυγες.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Παυσολύπη

     Ε, πες μας και κάτι!

     Όλο το απόγευμα περπατάμε
     Καστέλα, Πασαλιμάνι, Πειραϊκή
     και πάλι πίσω. 
     Βράδιασε, κι ακόμα να ανταλλάξουμε λέξη.

     -Ε, ποιητή, πες μου κάτι.

     Χθες στην Πολιτεία έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο σου.
     Το ξεφύλλισα αρκετή ώρα, νομίζω πως το αγόρασα κιόλας
     (και λέω νομίζω - μη φανώ αδύναμος μπροστά σου)
     και ξέρεις, έμαθα αρκετά για εσένα.

     -Πες μου κάτι.

     Πες μου για εκείνον τον ξανθό στη Γερμανία.
     Για εκείνον που μιλούσες στο πρώτο, πρώτο ποίημα
     του βιβλίου σου. Μπορεί να ήταν και γράμμα, δε ξέρω.
     Μπέρτ τον έλεγαν και έμοιαζε με πρίγκιπα!

     -Ε, ποιητή, πες μου κάτι.

     Όλο το απόγευμα περπατάμε
     Καστέλα, Πασαλιμάνι, Πειραϊκή
     και πάλι πίσω.
     Βράδιασε, το τρένο θα σταματήσει όπου να ‘ναι.
     Πως θα γυρίσεις; -Αν θες, μπορείς να μείνεις σε μένα απόψε.
     Κοιμήσου στο κρεβάτι μου.
     Όχι, όχι εγώ δε θα κοιμηθώ, θα περιμένω,
     πάνω στο μπαλκόνι με τη θάλασσα.
     Το πρωί όλα θα είναι πιο καθαρά.
     Τα βιβλία θα έχουν κάνει λευκές τις σελίδες τους,
     γιατί το πρωί δε θα ’χουμε ανάγκη από ποιήματα.

     -Ε, ποιητή, πες μου κάτι.

     Βράδιασε, θα έρθεις; Πες κάτι,
     αλήτη της ψυχής και παυσολύπη,

     -θα ρθεις; 







Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Πονάς

      Πονάς, λες  και τραβιέμαι.
      -Καλύτερα; σε ρωτάω
      -Συνέχισε, μου απαντάς
      λες και μ’ εκείνον τον πόνο έπαιρνες εκδίκηση από κάπου.


Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Ο τρελός

        Όταν πήρα μετάθεση για το στρατόπεδο στην Τρίπολη γνώρισα τον Αλέξανδρο. Καλώς ήρθες, καλώς ήρθες, μου είπε, καλώς ήρθες στους τρελούς. Τρόμαξα όταν τον πρωτοείδα. Περίεργη φάτσα, γύρω στο ένα εξήντα, αδύνατος, με ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια και λίγες τρίχες στο κεφάλι γερμένες προς τα πίσω λες και καθόταν χρόνια στη πλώρη κάποιου πλοίου και ο άνεμος τις είχε με τάξη βάλει τη μια δίπλα στην άλλη. Είναι τρελός, μου λέγαν, να τον έχεις από μακριά. Και πράγματι δεν έδινα πολλή σημασία.
           Τον παρατηρούσα πολλές φορές καθώς έμπαινα από την πόρτα στο θάλαμο. Εκείνος καθόταν στο τραπεζάκι του θαλαμοφύλακα και όταν δεν έπαιζε με το κινητό του φρόντιζε να ενοχλεί με την τρέλα του κάποιον άλλο φαντάρο. Εκείνοι νευρίαζαν, του φώναζαν, χαμός κάθε φορά! Σε μένα δεν έλεγε ποτέ κουβέντα. Μόνο «Γεια σου Παπ» και «Γεια σου Παπ». Διασκέδαζα όταν τον έβλεπα. Σκεφτόμουν πως τελικά μόνο από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Έβρισκε πάντα τι ενοχλούσε τον καθένα και ξεκίναγε το πείραγμα. Κι εγώ γελούσα, κάθε φορά γελούσα, γιατί είναι απίστευτα περίεργη η φάτσα του ανθρώπου που ακούει τη θαμμένη αλήθεια μέσα του να ξυπνά, και να ξυπνά από εκεί που δεν το περιμένει.
          Χθες, θα ήταν η ώρα δέκα-έντεκα το πρωί κι εγώ γυρνούσα βαριεστημένος στο διάδρομο. Ο (όχι και τόσο τρελός τελικά) Αλέξανδρος καθόταν πίσω από το τραπεζάκι και χάζευε πάλι στο κινητό του ενώ οι μπροστινές καρέκλες ήταν άδειες. Κάτσε, μου είπε, κι εγώ κάθισα πιο πολύ από περιέργεια για να μάθω τι σόι άνθρωπος ήταν αυτός.
  -Θυμάμαι, είπε πρώτος, το όνομα σου από το τεστ Παπ, κι εγώ γέλασα γιατί το Παπ ήταν πάντα το συνηθισμένο παρατσούκλι μου για τον ίδιο πάντα λόγο! Τι λέει ο καινούργιος που σας στείλανε; ρώτησε κι εγώ ξεκίνησα να του μιλάω για τον καινούργιο φαντάρο που μόλις είχε έρθει στη δικιά μου διμοιρία και που βέβαια ο Αλέξανδρος είχε ήδη βάλει στο μάτι και είχε ξεκινήσει τα ενοχλητικά του πειράγματα και τις τρελές του κουβέντες. Χωρίς δυσκολία αρχίσαμε να μιλάμε, όπως με κάθε παιδί που πρωτοέβλεπα, και λέγαμε διάφορα όπως πόσες μέρες έχει ο καθένας, και τα παράπονα του από τους λοχαγούς και άλλα τέτοια που βασάνιζαν την καθημερινότητα μας μέσα στη συρμάτινη στρατιωτική περίφραξη.
           Ξαφνικά μια στιγμή ανακάθισε. Ακούμπησε τα χέρια πάνω στο τραπέζι, ένωσε τις παλάμες του, έπλεξε τα δάχτυλα του σαν για προσευχή κι εγώ άρχισα να επιβεβαιώνω μέσα μου όλες τις θεωρίες τρέλας που είχα ακούσει έως τότε. Εγώ Παπ, μου λέει, έχω δύο μεγάλες αγάπες στη ζωή μου: τα φορτηγά και τις μηχανές. Τα φορτηγά τα αγαπώ γιατί όταν ανεβαίνω επάνω νιώθω σαν βασιλιάς (και άλλαξε τον τόνο της φωνής του λες και πράγματι ήταν βασιλιάς) και τις μηχανές γιατί με κάνουν να αισθάνομαι ελεύθερος (και ήταν λες κι έδινε τα λόγια στον άνεμο να τα πάει ως πέρα κι ύστερα εκείνος τα έφερνε πάλι πίσω). Χαμογέλασα γιατί αντιπαθούσα πάντα και τα φορτηγά και τις μηχανές. Ακόμα προτιμώ τα πόδια ή το λεωφορείο. Και ξέρεις κάτι, συνέχισε να λέει, εγώ με τη γυναίκα μου όταν παντρευτούμε στην εκκλησία θα πάμε με φορτηγό και μετά θα φύγουμε με μηχανή. Έτσι θα είναι ο δικός μου ο γάμος, είπε και ξάπλωσε την πλάτη του στην πλάτη της καρέκλας και φαντάστηκε το γάμο του. Κι εγώ τον φαντάστηκα λίγο. Καλό παιδί, σκέφτηκα, καλό μα λίγο τρελό. Ποια γυναίκα λογική θα τον πάρει για άντρα της, αναρωτήθηκα.
          Ακούμπησα κι εγώ την πλάτη μου στην πλάτη της καρέκλας. Σιωπή γύρω. Ούτε φαντάροι πηγαινοέρχονταν, ούτε κανείς. Πέρασε ώρα, σκεφτόμουν τι είδους σκέψεις κάνει ο καθένας και τι φαντάζεται για το μέλλον του. Ύστερα μου μπήκε στο μυαλό πως:

μόνο η τρέλα του τελικά ίσως να αξίζει τον έρωτα. 

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Απ’ το λαιμό ως το στέρνο σου

     Απ’ το λαιμό ως τα πόδια σου
     έρχονται νύχτες που φωνάζω:

     Ουρανέ, απόψε δεν έχω ανάγκη τα φεγγάρια σου! 

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Το καλοκαίρι

Θα ‘ρθει ξανά
                    το καλοκαίρι
Θα ‘ρθει ξανά
                    το μεσημέρι
και τ’ όνειρο θα ζήσω
                    και θα πω
χωρίς να σου μιλήσω
                    Σ’ αγαπώ.


-Θα ‘ρθει ξανά το καλοκαίρι.


Δε θα τολμήσω
                   πώς να σου το πω
Δε θα τολμήσω
                   πάλι θα σιωπώ
μετά το καλοκαίρι
                  θα ‘ρθει η χειμωνιά
μετά το μεσημέρι
                   πάλι η σκοτεινιά.


-Θα ‘ρθει ξανά το καλοκαίρι.



Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Άνεμος ιταλικός

      Άραγε πότε θα μάθω ποιος είσαι;

      Δέκα μέρες τώρα σε βλέπω που γυρνάς
      έξω απ’ το σπίτι,
      περνάς βιαστικός το πρωί στις εννιά
      και ξανά το απόγευμα στις οχτώ
      μόλις πέσει ο ήλιος.
                       
      Δεν είχα προσέξει τι ωραία που πέφτει
      ο ήλιος τα ξανθά καλοκαίρια.

      Πάντως
      -άκουσα και τον πατέρα να το λέει-
      φαίνεσαι από άλλο τόπο
      -και ξέρεις-
      πάντα μου άρεσαν οι άγνωστοι τόποι.
      Όχι γιατί συνήθισα τους ανθρώπους εδώ,
      ούτε γιατί τους βαρέθηκα
      αλλά επειδή μου θυμίζουν την Ιταλία.

      Δέκα μέρες τώρα σε βλέπω που γυρνάς
      έξω απ’ το σπίτι,
      και λέω πως άνεμος ιταλικός
      ξάνθυνε τα καλοκαίρια.


Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Ο δρόμος μου

Το φρόνιμα της σκέψης μου δεν θέλησα ποτέ να αιχμαλωτίσω
πάνω στο μάγουλο που σκεπάζει το στριφτό σου γένι.
Την Κανδελάρια Παναγιά έπρεπε πιο συχνά να προσκυνώ
να κοιτώ μαύρα τα χέρια μου τα χείλη μου πιο μαύρα.

Κι εσύ ευλογημένη θυσία εβένου και άρωμα γαζίας
εσύ που ξημερώνεις στων νεαρών αγοριών το κρεβάτι
οδήγησε ως εκεί τις κρυφές μου τις σκέψεις
και φύσα, φύσα ως εδώ να φτάσει η εικόνα τους.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ποίηση για έναν ηθοποιό που παραμένει ακόμα άγνωστος

Ατίθασε νέε,
που δύστοκα η Τέχνη σε γεννά
και γονυπετή σε πετά
στην πόρτα του μεγάλου θεάτρου
μια λάμψη καλωσορίζει
το σαν από όνειρό σου λίκνο
και θα 'ναι τώρα τα θέατρα και οι παραστάσεις
που θα νυμφεύονται στάλες
κάτω από μια μισογκρεμισμένη μαρκίζα
και το γνωστό σου πρόσωπο θα βρει κορνίζα
όταν με φωνές ψηλαφίσεις
τον ανένδοτο εαυτό σου.

Ο δειλός βασιλιάς

Πριν εβδομήντα δύο χρόνια ο δειλός βασιλιάς πέθανε.
Ψέματα! Ο δειλός βασιλιάς πέθανε απόψε.
Τον είδα το βράδυ να μπαίνει στο καμαράκι στην άκρη της πόλης.
Κάθε μέρα την ίδια ώρα πήγαινε εκεί, όμως απόψε
δεν τραγουδούσε το νανούρισμα που έπνιγε το παιδικό του κρεβάτι.
Το ήξερα πως απόψε έπρεπε να πεθάνει.
Ήταν τα άστρα στον ουρανό που σκάλιζαν το ξύλινο του φέρετρο
και ήταν το κερί που άναβε ο άνεμος μια βδομάδα τώρα.
Απόψε το βράδυ ο δειλός βασιλιάς πέθανε.
Τον έθαψαν στο παιδικό του κρεβάτι,
τον έντυσαν με τα παιδικά του ρούχα,
τον σκέπασαν με το παιδικό του σεντόνι.

Απόψε ο δειλός βασιλιάς πέθανε.
Ψέματα! Ο δειλός βασιλιάς απόψε δολοφονήθηκε.
Εγώ τον σκότωσα με το γερασμένο του μαχαίρι,
εγώ έκλεισα τα δειλά του μάτια
κι εγώ του τραγούδησα το νανούρισμα που έπνιγε το παιδικό του κρεβάτι.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Τώρα που οι μέρες φτάνουν στο τέλος
ο Κύριος με προστάζει να εξαργυρώσω
μια επιταγή που λέω πως δε μου ανήκει.

-Κύριε, μη με δοκιμάσεις έτσι.
Τη νύχτα που πλαγιάζουν τα παιδιά
το κορμί μου αψηφά τον πόνο
και πατά επάνω σ’ εκείνους που με αγάπησαν
και το πρωί πάλι θα με αγαπούν
και ΄γω  -σαν άλλοτε ποτέ εγώ- πάλι θα γελώ.

-Ποιος είναι αυτός που απάνθρωπα ορμά;
-Ποιος το ψέλλισμα έκανε ουρλιαχτό;

-Κύριε,
κάνε τις μέρες να έρθουν πάλι από την αρχή
να γίνω σοφός από τη Σοφία σου
ποιητής από την Ποίησή σου . 
Κάποιες φορές θέλω να σταθώ
γιατί δε μ’ αρέσει όπως προχωρά ο κόσμος.

Μια μάνα που κοιτούσε το παιδί της στα μάτια
το καταδίκασε να ζητά εκείνο το βλέμμα,
μα ο κόσμος δε καταλαβαίνει από νεύματα
ζητά μια ανθρώπινη δυστροπία
με μάτια ένδοξες αποσκευές
που ανοίγουν και κλείνουν από χώρα σε χώρα
και γεμίζουν λογαριασμούς ταμιευτηρίου και θαφτικές δαντέλες
σύλλογοι πόνου και σύλλογοι εκδρομών για μεταμόσχευση ζωής.
Γιατί έτσι προχωρά ο κόσμος,
έτσι πρόσταξε εκείνο το βλέμμα της μάνας
τη νύχτα που ο θάνατος ακουμπούσε το βρέφος
και το κλάμα γινόταν πείνα
και χρόνια αργότερα ποίημα
που γράφτηκε για να προχωρήσει ο κόσμος.

Μα εγώ,
κάποιες φορές θέλω να σταθώ
γιατί δε μ’ αρέσει όπως προχωρά ο κόσμος.