Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ανακριτής εαυτός

      Τώρα που μοιάζει να' μαι σε μια δίκη
      μέσα σε λέξεις σε συνθήματα υγρά
      κρυμμένα μαξιλάρια μες στη θήκη
      που νύχτα βγήκαν να με πάρουν αγκαλιά.

      Κι αφού για πάντα πια τον κόσμο μου ανακρίνεις
      όσα δε θέλησα να δώσω τα κρατώ
      θα γίνουμε ένα-ένα παίρνεις κι ένα δίνεις
      μέσα στο πάντα ανακριτής ο εαυτός.

      Δε θα μιλώ για εκείνα που δε ξέρω
      για όσα παλιά προσπάθησα να θυμηθώ
      θα τους μετρώ και μέσα θα υποφέρω
      πόσα φιλιά μου έδινες πριν κοιμηθώ.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Ο βουτηχτής

     Δεν ήθελα ποτέ να με πουν δειλό στη ζωή
     άνανδρο βουτηχτή με βλέμμα πνιγμένο
     κι από τότε βάλθηκα να μη γυρίσω.

     Έτσι φτάνουν ακάλεστες μέρες,
     με επισκέπτονται ιδρωμένα κορμιά που παρακαλούν,
     ένδοξοι ποιητές που -τι παράδοξο- ζητούν να μάθουν
     μα εγώ προσπάθησα κάποτε να γίνω ποιητής και απέτυχα
     γιατί κάθε που έλεγα πως απομακρύνω το βλέμμα μου από το βουτηχτή
     κάθε που αλλιώς έφτιαχνα το καλοκαίρι που θα'ρθει
     γύρναγα να τον δω και ξαναγύρναγα.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Απουσίες

     Τώρα επιστρέφω και οι τοίχοι σωπαίνουν χωρίς να το θέλω,
     οι σκιές έπαψαν να πλαγιάζουν με όσα πάλευα να απορρίψω
     και ρίχνουν το βάρος τους ασχημάτιστο πότε εδώ και πότε στον απέναντι καναπέ.
     Φορές είναι όμως, που κάποιες αναμνήσεις ξυπνούν την αφή στο σώμα,
     Ιταλία - ή ένα ακαθόριστο σχήμα απ' τον καπνό του τσιγάρου σου στα μαλλιά μου
     που ίσως να το άφησες για τις απουσίες.

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Κρυφές συνομιλίες ποιητών και συναλλαγές

   Νήστεψα φως των άστρων και φεγγάρι
   γιατί γνώριζα πως ήταν αδύνατο να σε συναντήσω στη ζωή.
   Έλεγα πως αν έρθεις, δε θα χρειάζομαι την ποίηση και τα φτιασίδια
   κι έμεινα έτσι να σε περιμένω σε κάποιο ξέφωτο
   εκεί που λένε πως ο Θεός ανοίγει σχισμές στον ουρανό και κοιτάζει κατά τη γη.

   Κάποιο πρωί, έκατσα στο αμάξι λίγο και δέχτηκα να σε κοιτάξω.
   -Πες μου, σου είπα, ποιά είναι η συναλλαγή;
   Κι εσύ απάντησες:
   -Λίγα πράγματα, σπάνια πάνω σε στίχους και σπανιότερα πάνω στο σώμα του.
   Δέχτηκα, χωρίς πολλά πολλά και λογαριασμούς.
   Ήταν η συναλλαγή που θα έδιωχνε λίγο τον πόνο
   μια δοσοληψία θάρρους να ακουμπήσω το σώμα σου
   κι ας ήξερα καλά πως θα συνέχιζα να τρέμω
   σαν τη φλόγα που φοβάται μη πνιγεί στο λάδι.
   
   Όμως ακόμα αναρωτιέμαι,
   μήπως τούτος ο φόβος μας θρέφει;
   τούτο το πρόσταγμα της φύσης που θέλουμε να ξεκολλήσουμε από πάνω μας;

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Κόκκινο του καδμίου και λιβάνι (σκέψεις του Φιλίππο Λίππι για τη δόκιμη μοναχή Λουκρητία Μπούτι)

Το χρώμα πέφτει αγίνωτο μπροστά σου 
όταν ποζάρεις μορφή της Αγίας Μαργαρίτας. 
Δε μπορώ να κουνήσω το χέρι μου, το κάδμιο με ζαλίζει, το λιβάνι αντιδρά. 
Θέλω να έρθω κοντά σου 
να ρίξω λίγο απ' τα χνώτα σου στο χρώμα μου 
κι ύστερα ψελιστά να σε δω και να το απλώσω. 

-Θεέ μου, αν το ράσο της Λουκρητίας ετοιμάζεται για σένα, εμένα γιατί με δοκιμάζεις;  
Κι εσύ, Αγία Μαργαρίτα που στέκεσαι ξένη εικόνα μπροστά μου, πες μου - αν απλώσω το χέρι μου και την αγγίξω, θα μπορώ να ομολογώ ύστερα πως είμαι χριστιανός; Η ορμή του σπέρματος μου, θα μπορεί να ομολογήσει αυτό που αισθάνομαι; 

Την κοιτάζω που με κοιτάζει. Ψάχνω μιαν αφορμή μες στην αχλή και στο λιβάνι που τη σκεπάζει. Με λευκό μόνο μπορώ να περιγράψω το σώμα της μα ύστερα πως θα κοινωνήσω πάνω σε αυτό; 

-Θεέ μου, αν το ράσο της Λουκρητίας ετοιμάζεται για σένα, αφησέ με να φύγω. Σε απαρνήθηκα μια φορά και σε δέχτηκα από τότε εκατό. Κι αυτή η μορφή η θεία, η παρθένα που μου στέλνεις τι είναι τάχα, χρέος ή αμοιβή; 

-Θεέ μου, ξέρεις, δεν είμαι φτωχός αλλά μες στο κάδμιο που αντιδρά και στο λιβάνι που φλέγεται, σμίγω τα χρώματα μου για τους Αγίους σου και αντιδρώ και φλέγομαι και απελπισμένος σου κραυγάζω: Ξέχνα πια το ράσο της Λουκρητίας. 

Ιταλία, Ιανουάριος '18