Το χρώμα πέφτει αγίνωτο μπροστά σου
όταν ποζάρεις μορφή της Αγίας Μαργαρίτας.
Δε μπορώ να κουνήσω το χέρι μου, το κάδμιο με ζαλίζει, το λιβάνι αντιδρά.
Θέλω να έρθω κοντά σου
να ρίξω λίγο απ' τα χνώτα σου στο χρώμα μου
κι ύστερα ψελιστά να σε δω και να το απλώσω.
-Θεέ μου, αν το ράσο της Λουκρητίας ετοιμάζεται για σένα, εμένα γιατί με δοκιμάζεις;
Κι εσύ, Αγία Μαργαρίτα που στέκεσαι ξένη εικόνα μπροστά μου, πες μου - αν απλώσω το χέρι μου και την αγγίξω, θα μπορώ να ομολογώ ύστερα πως είμαι χριστιανός; Η ορμή του σπέρματος μου, θα μπορεί να ομολογήσει αυτό που αισθάνομαι;
Την κοιτάζω που με κοιτάζει. Ψάχνω μιαν αφορμή μες στην αχλή και στο λιβάνι που τη σκεπάζει. Με λευκό μόνο μπορώ να περιγράψω το σώμα της μα ύστερα πως θα κοινωνήσω πάνω σε αυτό;
-Θεέ μου, αν το ράσο της Λουκρητίας ετοιμάζεται για σένα, αφησέ με να φύγω. Σε απαρνήθηκα μια φορά και σε δέχτηκα από τότε εκατό. Κι αυτή η μορφή η θεία, η παρθένα που μου στέλνεις τι είναι τάχα, χρέος ή αμοιβή;
-Θεέ μου, ξέρεις, δεν είμαι φτωχός αλλά μες στο κάδμιο που αντιδρά και στο λιβάνι που φλέγεται, σμίγω τα χρώματα μου για τους Αγίους σου και αντιδρώ και φλέγομαι και απελπισμένος σου κραυγάζω: Ξέχνα πια το ράσο της Λουκρητίας.
Ιταλία, Ιανουάριος '18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου