Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Ο δρόμος μου

Το φρόνιμα της σκέψης μου δεν θέλησα ποτέ να αιχμαλωτίσω
πάνω στο μάγουλο που σκεπάζει το στριφτό σου γένι.
Την Κανδελάρια Παναγιά έπρεπε πιο συχνά να προσκυνώ
να κοιτώ μαύρα τα χέρια μου τα χείλη μου πιο μαύρα.

Κι εσύ ευλογημένη θυσία εβένου και άρωμα γαζίας
εσύ που ξημερώνεις στων νεαρών αγοριών το κρεβάτι
οδήγησε ως εκεί τις κρυφές μου τις σκέψεις
και φύσα, φύσα ως εδώ να φτάσει η εικόνα τους.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ποίηση για έναν ηθοποιό που παραμένει ακόμα άγνωστος

Ατίθασε νέε,
που δύστοκα η Τέχνη σε γεννά
και γονυπετή σε πετά
στην πόρτα του μεγάλου θεάτρου
μια λάμψη καλωσορίζει
το σαν από όνειρό σου λίκνο
και θα 'ναι τώρα τα θέατρα και οι παραστάσεις
που θα νυμφεύονται στάλες
κάτω από μια μισογκρεμισμένη μαρκίζα
και το γνωστό σου πρόσωπο θα βρει κορνίζα
όταν με φωνές ψηλαφίσεις
τον ανένδοτο εαυτό σου.

Ο δειλός βασιλιάς

Πριν εβδομήντα δύο χρόνια ο δειλός βασιλιάς πέθανε.
Ψέματα! Ο δειλός βασιλιάς πέθανε απόψε.
Τον είδα το βράδυ να μπαίνει στο καμαράκι στην άκρη της πόλης.
Κάθε μέρα την ίδια ώρα πήγαινε εκεί, όμως απόψε
δεν τραγουδούσε το νανούρισμα που έπνιγε το παιδικό του κρεβάτι.
Το ήξερα πως απόψε έπρεπε να πεθάνει.
Ήταν τα άστρα στον ουρανό που σκάλιζαν το ξύλινο του φέρετρο
και ήταν το κερί που άναβε ο άνεμος μια βδομάδα τώρα.
Απόψε το βράδυ ο δειλός βασιλιάς πέθανε.
Τον έθαψαν στο παιδικό του κρεβάτι,
τον έντυσαν με τα παιδικά του ρούχα,
τον σκέπασαν με το παιδικό του σεντόνι.

Απόψε ο δειλός βασιλιάς πέθανε.
Ψέματα! Ο δειλός βασιλιάς απόψε δολοφονήθηκε.
Εγώ τον σκότωσα με το γερασμένο του μαχαίρι,
εγώ έκλεισα τα δειλά του μάτια
κι εγώ του τραγούδησα το νανούρισμα που έπνιγε το παιδικό του κρεβάτι.