Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Τώρα που οι μέρες φτάνουν στο τέλος
ο Κύριος με προστάζει να εξαργυρώσω
μια επιταγή που λέω πως δε μου ανήκει.

-Κύριε, μη με δοκιμάσεις έτσι.
Τη νύχτα που πλαγιάζουν τα παιδιά
το κορμί μου αψηφά τον πόνο
και πατά επάνω σ’ εκείνους που με αγάπησαν
και το πρωί πάλι θα με αγαπούν
και ΄γω  -σαν άλλοτε ποτέ εγώ- πάλι θα γελώ.

-Ποιος είναι αυτός που απάνθρωπα ορμά;
-Ποιος το ψέλλισμα έκανε ουρλιαχτό;

-Κύριε,
κάνε τις μέρες να έρθουν πάλι από την αρχή
να γίνω σοφός από τη Σοφία σου
ποιητής από την Ποίησή σου . 
Κάποιες φορές θέλω να σταθώ
γιατί δε μ’ αρέσει όπως προχωρά ο κόσμος.

Μια μάνα που κοιτούσε το παιδί της στα μάτια
το καταδίκασε να ζητά εκείνο το βλέμμα,
μα ο κόσμος δε καταλαβαίνει από νεύματα
ζητά μια ανθρώπινη δυστροπία
με μάτια ένδοξες αποσκευές
που ανοίγουν και κλείνουν από χώρα σε χώρα
και γεμίζουν λογαριασμούς ταμιευτηρίου και θαφτικές δαντέλες
σύλλογοι πόνου και σύλλογοι εκδρομών για μεταμόσχευση ζωής.
Γιατί έτσι προχωρά ο κόσμος,
έτσι πρόσταξε εκείνο το βλέμμα της μάνας
τη νύχτα που ο θάνατος ακουμπούσε το βρέφος
και το κλάμα γινόταν πείνα
και χρόνια αργότερα ποίημα
που γράφτηκε για να προχωρήσει ο κόσμος.

Μα εγώ,
κάποιες φορές θέλω να σταθώ
γιατί δε μ’ αρέσει όπως προχωρά ο κόσμος.