Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Παυσολύπη

     Ε, πες μας και κάτι!

     Όλο το απόγευμα περπατάμε
     Καστέλα, Πασαλιμάνι, Πειραϊκή
     και πάλι πίσω. 
     Βράδιασε, κι ακόμα να ανταλλάξουμε λέξη.

     -Ε, ποιητή, πες μου κάτι.

     Χθες στην Πολιτεία έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο σου.
     Το ξεφύλλισα αρκετή ώρα, νομίζω πως το αγόρασα κιόλας
     (και λέω νομίζω - μη φανώ αδύναμος μπροστά σου)
     και ξέρεις, έμαθα αρκετά για εσένα.

     -Πες μου κάτι.

     Πες μου για εκείνον τον ξανθό στη Γερμανία.
     Για εκείνον που μιλούσες στο πρώτο, πρώτο ποίημα
     του βιβλίου σου. Μπορεί να ήταν και γράμμα, δε ξέρω.
     Μπέρτ τον έλεγαν και έμοιαζε με πρίγκιπα!

     -Ε, ποιητή, πες μου κάτι.

     Όλο το απόγευμα περπατάμε
     Καστέλα, Πασαλιμάνι, Πειραϊκή
     και πάλι πίσω.
     Βράδιασε, το τρένο θα σταματήσει όπου να ‘ναι.
     Πως θα γυρίσεις; -Αν θες, μπορείς να μείνεις σε μένα απόψε.
     Κοιμήσου στο κρεβάτι μου.
     Όχι, όχι εγώ δε θα κοιμηθώ, θα περιμένω,
     πάνω στο μπαλκόνι με τη θάλασσα.
     Το πρωί όλα θα είναι πιο καθαρά.
     Τα βιβλία θα έχουν κάνει λευκές τις σελίδες τους,
     γιατί το πρωί δε θα ’χουμε ανάγκη από ποιήματα.

     -Ε, ποιητή, πες μου κάτι.

     Βράδιασε, θα έρθεις; Πες κάτι,
     αλήτη της ψυχής και παυσολύπη,

     -θα ρθεις; 







Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Πονάς

      Πονάς, λες  και τραβιέμαι.
      -Καλύτερα; σε ρωτάω
      -Συνέχισε, μου απαντάς
      λες και μ’ εκείνον τον πόνο έπαιρνες εκδίκηση από κάπου.


Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Ο τρελός

        Όταν πήρα μετάθεση για το στρατόπεδο στην Τρίπολη γνώρισα τον Αλέξανδρο. Καλώς ήρθες, καλώς ήρθες, μου είπε, καλώς ήρθες στους τρελούς. Τρόμαξα όταν τον πρωτοείδα. Περίεργη φάτσα, γύρω στο ένα εξήντα, αδύνατος, με ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια και λίγες τρίχες στο κεφάλι γερμένες προς τα πίσω λες και καθόταν χρόνια στη πλώρη κάποιου πλοίου και ο άνεμος τις είχε με τάξη βάλει τη μια δίπλα στην άλλη. Είναι τρελός, μου λέγαν, να τον έχεις από μακριά. Και πράγματι δεν έδινα πολλή σημασία.
           Τον παρατηρούσα πολλές φορές καθώς έμπαινα από την πόρτα στο θάλαμο. Εκείνος καθόταν στο τραπεζάκι του θαλαμοφύλακα και όταν δεν έπαιζε με το κινητό του φρόντιζε να ενοχλεί με την τρέλα του κάποιον άλλο φαντάρο. Εκείνοι νευρίαζαν, του φώναζαν, χαμός κάθε φορά! Σε μένα δεν έλεγε ποτέ κουβέντα. Μόνο «Γεια σου Παπ» και «Γεια σου Παπ». Διασκέδαζα όταν τον έβλεπα. Σκεφτόμουν πως τελικά μόνο από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Έβρισκε πάντα τι ενοχλούσε τον καθένα και ξεκίναγε το πείραγμα. Κι εγώ γελούσα, κάθε φορά γελούσα, γιατί είναι απίστευτα περίεργη η φάτσα του ανθρώπου που ακούει τη θαμμένη αλήθεια μέσα του να ξυπνά, και να ξυπνά από εκεί που δεν το περιμένει.
          Χθες, θα ήταν η ώρα δέκα-έντεκα το πρωί κι εγώ γυρνούσα βαριεστημένος στο διάδρομο. Ο (όχι και τόσο τρελός τελικά) Αλέξανδρος καθόταν πίσω από το τραπεζάκι και χάζευε πάλι στο κινητό του ενώ οι μπροστινές καρέκλες ήταν άδειες. Κάτσε, μου είπε, κι εγώ κάθισα πιο πολύ από περιέργεια για να μάθω τι σόι άνθρωπος ήταν αυτός.
  -Θυμάμαι, είπε πρώτος, το όνομα σου από το τεστ Παπ, κι εγώ γέλασα γιατί το Παπ ήταν πάντα το συνηθισμένο παρατσούκλι μου για τον ίδιο πάντα λόγο! Τι λέει ο καινούργιος που σας στείλανε; ρώτησε κι εγώ ξεκίνησα να του μιλάω για τον καινούργιο φαντάρο που μόλις είχε έρθει στη δικιά μου διμοιρία και που βέβαια ο Αλέξανδρος είχε ήδη βάλει στο μάτι και είχε ξεκινήσει τα ενοχλητικά του πειράγματα και τις τρελές του κουβέντες. Χωρίς δυσκολία αρχίσαμε να μιλάμε, όπως με κάθε παιδί που πρωτοέβλεπα, και λέγαμε διάφορα όπως πόσες μέρες έχει ο καθένας, και τα παράπονα του από τους λοχαγούς και άλλα τέτοια που βασάνιζαν την καθημερινότητα μας μέσα στη συρμάτινη στρατιωτική περίφραξη.
           Ξαφνικά μια στιγμή ανακάθισε. Ακούμπησε τα χέρια πάνω στο τραπέζι, ένωσε τις παλάμες του, έπλεξε τα δάχτυλα του σαν για προσευχή κι εγώ άρχισα να επιβεβαιώνω μέσα μου όλες τις θεωρίες τρέλας που είχα ακούσει έως τότε. Εγώ Παπ, μου λέει, έχω δύο μεγάλες αγάπες στη ζωή μου: τα φορτηγά και τις μηχανές. Τα φορτηγά τα αγαπώ γιατί όταν ανεβαίνω επάνω νιώθω σαν βασιλιάς (και άλλαξε τον τόνο της φωνής του λες και πράγματι ήταν βασιλιάς) και τις μηχανές γιατί με κάνουν να αισθάνομαι ελεύθερος (και ήταν λες κι έδινε τα λόγια στον άνεμο να τα πάει ως πέρα κι ύστερα εκείνος τα έφερνε πάλι πίσω). Χαμογέλασα γιατί αντιπαθούσα πάντα και τα φορτηγά και τις μηχανές. Ακόμα προτιμώ τα πόδια ή το λεωφορείο. Και ξέρεις κάτι, συνέχισε να λέει, εγώ με τη γυναίκα μου όταν παντρευτούμε στην εκκλησία θα πάμε με φορτηγό και μετά θα φύγουμε με μηχανή. Έτσι θα είναι ο δικός μου ο γάμος, είπε και ξάπλωσε την πλάτη του στην πλάτη της καρέκλας και φαντάστηκε το γάμο του. Κι εγώ τον φαντάστηκα λίγο. Καλό παιδί, σκέφτηκα, καλό μα λίγο τρελό. Ποια γυναίκα λογική θα τον πάρει για άντρα της, αναρωτήθηκα.
          Ακούμπησα κι εγώ την πλάτη μου στην πλάτη της καρέκλας. Σιωπή γύρω. Ούτε φαντάροι πηγαινοέρχονταν, ούτε κανείς. Πέρασε ώρα, σκεφτόμουν τι είδους σκέψεις κάνει ο καθένας και τι φαντάζεται για το μέλλον του. Ύστερα μου μπήκε στο μυαλό πως:

μόνο η τρέλα του τελικά ίσως να αξίζει τον έρωτα.