Μοναχός μπροστά σε εικόνα
Κύριε, απόψε το ράσο μου είναι βαρύ και η νύχτα σου δε μ’ αφήνει. Στα έχω πει χίλιες φορές και κάθε βράδυ αντί να λυτρώνομαι, πέφτω πιο χαμηλά. Κύριε, άκουσε με. Άκουσε με, κύριε, μόνο για απόψε και πλέξε το χέρι σου στα μαλλιά μου και φέρε τα χείλη σου πιο κοντά, όπως εκείνον τον Ιούλιο. Κάν’ το κύριε, αν έστω κι εσύ ένιωσες ποτέ το ράσο βαρύ και το σταυρό ασήκωτο, κάν’ το σε παρακαλώ, μόνο για απόψε. Κάν’ το, όπως εκείνον τον Ιούλιο, που ήμουν εγώ ο Θεός, ήμουν εγώ ο ανίκητος. Που πήγαν, κύριε, εκείνες οι νύχτες; Κύριε, κύριε, κύριε πως τον άφησες; Πως τον άφησες; Δε στο συγχωρώ, γιατί ακόμα κύριε, ακόμα και τώρα το κορμί μου κάθε βράδυ δεν το ζεσταίνει το δικό σου καντήλι, ποτέ δεν ήταν αρκετό το καντήλι σου. Μόνο εκείνο το καλοκαίρι, κύριε, εκείνο το καλοκαίρι με ζεσταίνει ακόμα. Το δέρμα του πάνω στο δικό μου, τα χείλη του -ω, τα χείλη του, κύριε - δυο κορμιά γεννούσαν τον κόσμο, κι εσύ δε τον άφησες. Κι από τότε, κύριε, φέγγει μέσα μου εκείνο το φεγγάρι του Ιουλίου μισό. Η θάλασσα, η άμμος στα μαλλιά του, η αρμύρα γυρίζουν μέσα μου απόψε. Κύριε, κύριε, συγχώρεσε τις σκέψεις μου, όμως απόψε η νύχτα μου ζητά να της δώσω περισσότερα και κάτω από αυτό το ράσο, κύριε, είμαι ο ίδιος όπως τότε. Κύριε, έλα απόψε κοντά μου και ύστερα άσε τα χέρια μου άδεια από καθετί ανθρώπινο. Απάλλαξε με από τη σάρκα. Απάλλαξε με από τη σκέψη. Απάλλαξέ με από εκείνον τον Ιούλιο. Μόνο φέρε τα χείλη σου, κοντά στα δικά μου κι εγώ σου υπόσχομαι πως οι σκέψεις μου θα γίνουν δικές σου. Υπόσχομαι, πως τούτο το καντήλι θα είναι αρκετό και πως θα σε υπηρετώ χωρίς να ζητήσω τίποτε άλλο. Μόνο φέρε τα χείλη σου πιο κοντά, κύριε, κύριε, κύριε, κύριε.