Παιδί μπροστά στον πατέρα του
Θυμάμαι πως
κάποτε μου είχες πει ότι η συνήθεια είναι ο μόνος τρόπος για να
αγαπήσεις κάποιον. Σε ρώτησα τότε γιατί ένας άνθρωπος να αγαπήσει με αυτό τον
τρόπο κι εσύ μου απάντησες πως είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για να ζήσει κανείς.
Τότε πίστεψα πως δε θα μπορούσα να αγαπήσω ποτέ κανέναν. Πως θα μπορούσα να
μείνω για πάντα μόνος από φόβο μη πληγωθώ ή καλύτερα από φόβο μήπως συνηθίσω να
πληγώνομαι. Όμως η δίψα μαλακώνει την καρδιά όπως η θάλασσα λειαίνει τα βότσαλα.
Φτάνει μια μέρα, δηλαδή, που έχεις μέσα σου τόση αγάπη που μπορείς να αγαπήσεις
όλο τον κόσμο. Κι εκείνη τη μέρα, δεν ήθελα τίποτε άλλο παρά να αγαπήσω μονάχα
εσένα. Κανέναν άλλο! Μονάχα εσένα. Ίσως και ολόκληρη η ζωή μου να ήταν μια
ατέλειωτη προσπάθεια να σε αγαπήσω. Τι σημασία όμως έχουν όλα αυτά τώρα; Σε
λίγο όλοι θα έχουμε σωπάσει γιατί έρχεται η στιγμή που χωρίζουν οι άνθρωποι. Σε
λίγο θα κλείσουν οι χαραμάδες και εμείς θα ελπίζουμε πως κάποτε γνωριστήκαμε.
Που ξέρεις όμως; Ίσως στο μέλλον έχουμε την ευκαιρία να γνωριστούμε ξανά από
την αρχή. Για να με γνωρίσεις, θα κρατώ στα χέρια μου ένα πορτοκαλί γεράνι και
για να σε γνωρίσω να κρατάς μια κόκκινη βουκαμβίλια. Θα είναι βράδυ Ιουλίου. Μη
ρωτάς πως το ξέρω, να θυμάσαι απλά πως θα είναι βράδυ Ιουλίου και θα πρέπει να
κρατάς στο χέρι σου μια κόκκινη βουκαμβίλια. Θα τρέξω προς εσένα κι εσύ
τότε πιάσε με στα χέρια σου και σήκωσέ με ψηλά. Δεν έχει σημασία αν θα είμαι
ξανά το παιδί σου ή αν θα είμαι το παιδί κάποιου άλλου, σημασία έχει μονάχα να
γνωριστούμε. Θα σε κοιτάξω βαθιά στα μάτια και θα σου γελάσω κι εσύ τότε θα
καταλάβεις. Να θυμάσαι απλά πως θα είναι βράδυ Ιουλίου και θα πρέπει να κρατάς
στο χέρι σου μια κόκκινη βουκαμβίλια.